-
1 εμπιστοσύνη
η доверие, вера;τυφλή εμπιστοσύνη — слепая вера;
ψήφος εμπιστοσύνης — вотум доверия;
άνθρωπος άξιος (ανάξιος) εμπιστοσύνης — человек, заслуживающий (не заслуживающий) доверия;
ο απολαμβάνων εμπιστοσύνη — облечённый доверием;
έχω εμπιστοσύνη σε... — а) питать, оказывать доверие (кому-л.); — б) верить в кого-л., во что-л.;
εμπνέω εμπιστοσύνη — внушать доверие;
χαίρω της εμπιστοσύνης κάποιου — пользоваться чьйм-л. доверием;
κάνω κατάχρηση ( — или καταχρώμαι) της εμπιστοσύνης κάποιου — злоупотреблять чьйм-л. доверием
См. также в других словарях:
ἀπολαμβάνων — ἀπολαμβάνω take pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)